ἐχιόδηκτος

ἐχιόδηκτος
ἐχῐόδηκτος, ον,
A = ἐχιδνόδηκτος, Dsc.1.13,al., Gp.12.30.1; v.l. for ἐχεό-, Str.13.1.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εχιόδηκτος — ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • ἐχιοδήκτοις — ἐχιόδηκτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιοδήκτου — ἐχιόδηκτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιοδήκτους — ἐχιόδηκτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιοδήκτων — ἐχιόδηκτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχιόδηκτοι — ἐχιόδηκτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχεόδηκτος — ἐχεόδηκτος, ον (Α) δαγκωμένος από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχεόδηκτος αντί εχιόδηκτος* < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”